- σιλανσιέ
- το, Νάκλ. ο σιγαστήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. silencieux «σιωπηλός» (< λατ. silentium «σιωπή»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιλανσιέ — το (λ. γαλλ.), σιγαστήρας, εξάρτημα αυτοκινήτου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)